Μάρτιος του 1987
- Γαρυφαλλιά Γανωτοπούλου

- 15 Ιαν
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: 19 Μαρ

Ξημέρωνε η Καθαρή Δευτέρα και τα γενέθλιά μου, 2 Μαρτίου. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη! Φέτος θα γιόρταζα με όλους τους φίλους μου, χωρίς τούρτα αλλά με χαλβά λόγω της ημέρας. Όπως όλο το χωριό, έτσι κι εμείς κατεβήκαμε στο παραθαλάσσιο Χορευτό για να γιορτάσουμε τα Κούλουμα και τα γενέθλιά μου. Στην άκρη της θάλασσας, οι μεγάλοι έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν, ενώ εμείς οι μικροί παλεύαμε να πετάξουμε τα αερόστατα και τους χαρταετούς.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα με καταγάλανο ουρανό και ζέστη για την εποχή. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα συνέβαινε την επόμενη μέρα.

Κατάκοπη και ηλιοκαμένη, ξάπλωσα το βράδυ στο κρεβάτι μου και πριν προλάβω να κάνω την ευχή των γενεθλίων μου, με πήρε ο ύπνος. Ξαφνικά ξύπνησα από το ολόλευκο φως και την εκκωφαντική ησυχία... του χιονιού. (Ξέρεις ότι όταν χιονίζει κυριαρχεί απόλυτη ησυχία, επειδή οι νιφάδες λειτουργούν σαν μονωτικό υλικό κατά του ήχου.)
Είχα ξεχάσει ένα παντζούρι ανοιχτό και εκτός από το πολύ κρύο, το φως του χιονιού φώτιζε το δωμάτιο. Πετάχτηκα από το κρεβάτι ξυπνώντας και τη Μαυρούλα, την ολόμαυρη γάτα μου, που κοιμόταν μαζί μου κάτω από τις δύο κουβέρτες, το πάπλωμα και μία φλοκάτη. Το κρύο στο Πήλιο ήταν άλλο πράγμα!

Κοιτάζω από το παράθυρο και τι να δω; Τα πάντα λευκά! Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό που δεν έβλεπα μέχρι το απέναντι σπίτι. Βγαίνω από την εξώπορτα και το χιόνι είχε καλύψει την αυλή και είχε φτάσει στο ανώι. (Τα παραδοσιακά πηλιορείτικα σπίτια έχουν τρεις ορόφους: το κατώι για αποθήκευση, τους στάβλους στο ισόγειο και το ανώι για κατοικία.) Το χιόνι είχε ξεπεράσει τα δύο μέτρα και συνέχιζε να πέφτει!
Για 18 ημέρες χιόνιζε ασταμάτητα. Οι άντρες ανέβαιναν δύο φορές τη μέρα στις σκεπές για να ξεχιονίσουν, αλλιώς τα σπίτια θα κατέρρεαν. Δεν είχαμε νερό, ρεύμα και για τηλέφωνο, ούτε συζήτηση! Όσο κρατούσαν οι μπαταρίες του τρανζίστορ, μαθαίναμε νέα. Μετά, τίποτα. Μας ξέχασαν και τους ξεχάσαμε!
Οι προμήθειες καυσόξυλων ήταν λίγες, όπως και τα τρόφιμα. Όμως, η εκπαίδευση των ανθρώπων της εποχής μάς βοήθησε να επιβιώσουμε. Λιώναμε χιόνι για νερό, χρησιμοποιούσαμε το χιόνι ως κατάψυξη, είχαμε καντηλάκια για φως, μαγειρεύαμε στις σόμπες και κοιμόμασταν όλοι μαζί για ζεστασιά. Ξυπνούσαμε με το χάραμα και κοιμόμασταν με το σούρουπο εκτός από το ξεχιονισαμα, τον χιονοπόλεμο και τους χιονάνθρωπους, έμαθα να παίζω, μπιρίμπα, κουνκάν και Θανάση!

Σε αυτή τη μεγάλη κακοκαιρία ήταν και η πρώτη φορά που χρησιμοποίησα πανιά για την περίοδό μου, αφού οι σερβιέτες ήταν πολυτέλεια. Τα ξέπλενα, βάζοντας μπόλικο χιόνι, να λιώσει από τον πάνω τους, τα έβραζα με σαπούνι της γιαγιάς και τα στέγνωνα γύρω από τη σόμπα. Δεν φοβήθηκα ούτε μία στιγμή! Δεν ένιωσα ανασφάλεια, δεν αηδίασα…. Δεν… τίποτα! Ήταν δεδομένο ότι αυτό έπρεπε να κάνω και δεν υπήρχαν δεύτερες φωνές γύρω μου ή μέσα μου (όπως: έλα τώρα θα κάθεσαι να πλένεις στο χέρι τα αίματα, απ’τα πανιά περνάνε όλα, θα πλημμυρίσεις, είσαι ντεμοντέ…). Ήταν αυτονόητο, όπως έκαναν όλες οι γυναίκες του χωριού.
Εντάξει δε λέω, θα ήταν ευκολία να μην πλένεις τέτοιες μέρες αλλά και πάλι σκέφτεσαι να κρατάς σακούλες με λερωμένες σερβιέτες, μέχρι να περάσουν τα σκουπίδια;
Άλλωστε, δεν υπήρχε σκουπιδιάρικο! Ένα φορτηγό που περνούσε μία στο τόσο για να μαζέψει τα λιγοστά σκουπίδια.
Υπήρχε όμως αυτοδιαχείριση! Τα οργανικά απορρίμματα πηγαίναν στα ζώα ή στο χώμα, μιας χρήσης σκουπίδια δεν υπήρχαν, τα λιγοστά χαρτιά τα έκαιγαν.
Δεν υπήρχε σούπερ μάρκετ, μόνο ένα μπακάλικο και δεν πουλούσε τζατζίκι σε συσκευασία των 200 γρ, 500 γρ ή 1000γρ, γιατί οι γυναίκες, άρμεγαν τις κατσίκες, έφτιαχναν γιαούρτι και μετά τζατζίκι με τα αγγούρια του μπαξέ και μόνο το καλοκαίρι!
Γενικότερα η αυτοδιαχείριση ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής του χωριού!

Μετά από 18 ημέρες, σταμάτησε να χιονίζει και χρειάστηκαν άλλες 10 για να ανοίξει ο κεντρικός δρόμος.
Ήταν 1η Απριλίου και μου φάνηκε σαν ψέμα ότι έζησα έναν ολόκληρο μήνα μέσα στο χιόνι.
Έτσι πέρασαν 28 μοναδικές και ανεπανάληπτες ημέρες.
Ένα σχολείο ζωής που με βοήθησε να επιλέξω ανάμεσα στην απλότητα και την πολυπλοκότητα, στο φυσικό και το αφύσικο, στην υπερκατανάλωση και τη βιωσιμότητα!

Πολύ όμορφη ιστορία με ταξίδεψε 🤍